Posted in Αθλητισμός – Ποδόσφαιρο, Παιδεία, Πληροφορική – Νέες Τεχνολογίες, Πολιτική
Παιδεία, επενδύσεις και μετανάστευση
Κατηγορούν οι δανειστές μας τους Έλληνες, ότι η χώρα μας και οι κάτοικοί της δεν κάνουν επενδύσεις για να είναι ανταγωνιστικοί και ότι αυτό αποτελεί το βασικό θεμελιακό παράγοντα για τον οποίο η οικονομία μας ήταν ευάλωτη και κατέρρευσε στη κρίση από το 2009 και μετά. Την ίδια άποψη δέχονται και πολλοί εγχώριοι αναλυτές χωρίς να έχουν μελετήσει σοβαρά τα θέματα αυτά και προκειμένου να δικαιολογήσουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πειραματόζωου που επεβλήθησαν στον Ελληνικό λαό, με βάση τις απόψεις της οικονομικής σχολής του Σικάγου. Οι πολιτικές αυτές με κυρίαρχη την άποψη της κυριαρχίας και της αυτορρύθμισης των ανεξέλεγκτων αγορών, αφού έφτασαν στο σημείο να απειλήσουν με ολοκληρωτική καταστροφή τη ίδια την Αμερική, τη Μέκκα του καπιταλισμού το 2008, βρήκαν αντιστάσεις από τον Δημοκράτη πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος τις αντιμετώπισε εφαρμόζοντας σύγχρονα Κευνσιανά μοντέλα, απαντώντας με Δημόσιες επενδύσεις και έλεγχο των αγορών όπου μπορούσε και κατορθώνοντας να αναστρέψει μέσα σε μια τριετία τη κατάσταση στη χώρα του, αφήνοντας όμως το πεδίο ελεύθερο στους σκληρούς οπαδούς του Φρίντμαν να δράσουν στον Ευρωπαϊκό χώρο όπου είχαν την πλήρη πολιτική και οικονομική κυριαρχία (Σόιμπλε, Ρεν, Σαρκοζί σε συνεργασία με το Σίτυ του Λονδίνου και τις τράπεζες «ζόμπι» της ανατολικής ακτής της Αμερικής ).
Αυτός είναι ο πραγματικός θεμέλιος λίθος της παραδειγματικής καταστροφής της Ελληνικής οικονομίας και όχι η έλλειψη επενδύσεων όπως ισχυρίζονται όλοι αυτοί για να δικαιολογήσουν τα αποτελέσματα των οικονομικών αποφάσεων τους που επέβαλλαν στην Ελλάδα και θα μείνουν στην οικονομική ιστορία που θα διδάσκονται στο μέλλον οι φοιτητές, σαν παράδειγμα ολοκληρωτικής καταστροφής μιας χώρας και του λαού της χωρίς πόλεμο και όπλα αλλά μόνο με τα επιτόκια και την επιβολή αποφάσεων αγνοώντας τη δημοκρατία και τη θέληση του λαού της. Αυτή η εισαγωγή χρειάζονταν για να δούμε αρχικά το θέμα των επενδύσεων των Ελλήνων και να απαντήσουμε στο ερώτημα αν οι Έλληνες κάνουν επενδύσεις και πού.
Παραδοσιακά οι Έλληνες (από αρχαιοτάτων χρόνων) φημίζονταν για δύο πράγματα: Τις γνώσεις τους και το πολιτισμό τους κατά κύριο λόγο και τη ναυτιλία τους και συνάμα για το παγκόσμιο εμπόριο που τους έδινε τη δυνατότητα να εκτελούν η ναυτική γνώση και η άμεση κα καθημερινή επαφή με τη θάλασσα κατά δεύτερο λόγο. Αυτά τα δύο πράγματα έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες να είναι πάντα πλούσιοι και δυνατοί και να επιβιώσουν μαζί με τη γλώσσα τους και τη παράδοσή τους για χιλιάδες χρόνια σε αυτές τις νοτιανατολικές ακτές της Μεσογείου. Αργότερα στα σύγχρονα χρόνια της Ειρήνης προστέθηκε στα γνωστά της Ελλάδας παγκοσμίως, αυτό που τραγουδάει ακόμη η Μαρινέλλα «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ αγόρι μου» που έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς τουρίστες να απολαύσουν αυτά τα σπάνια γι αυτούς αγαθά, που ο ήλιος και ο τόπος μας προσφέρει στο ξένο επισκέπτη τουρίστα.
Ποτέ οι Έλληνες δεν είχαν βιομηχανία, ποτέ δεν ήταν εργάτες σε τεράστιες φάμπρικες, ποτέ δεν παρήγαγαν ανταγωνιστικά βιομηχανικά προϊόντα και ούτε μπορούν να το κάνουν γιατί απλά δεν τους ταιριάζει αλλά και γιατί αν τα παρήγαγαν σίγουρα δεν θα ήταν φτηνά και ανταγωνιστικά. Που επένδυσαν λοιπόν οι Έλληνες όταν τους δόθηκε η ευκαιρία μετά τη μεταπολίτευση, που υπήρχε ειρήνη και δημοκρατία και έτσι μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους; Ας το δούμε αναλυτικά χωρίς να εντρυφήσουμε σε αριθμούς οι οποίοι είναι αυταπόδεικτοι. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια οποιαδήποτε μέση Ελληνική οικογένεια την εποχή πριν τη κρίση. Που επένδυσε το διαθέσιμο εισόδημά της; Εκτός εξαιρέσεων, το κύριο μέρος των ιδιωτικών επενδύσεων των οικογενειών στην Ελλάδα πήγαινε σε δύο πράγματα: α) στο να αγοράσει ή να χτίσει ένα ή και δεύτερο καμιά φορά σπίτι και β) στη μόρφωση των παιδιών της, κάτι που σημαίνει ότι όσα χρήματα έμεναν σαν αποταμίευση σε μια Ελληνική οικογένεια, επενδύονταν σε δύο μόνο πράγματα την οικοδομή και τη γνώση. Και αυτά τα χρήματα ήταν πάρα πολλά γιατί αφορούσαν για χρόνια σχεδόν όλες τις Ελληνικές οικογένειες. Από την άλλη πλευρά το Ελληνικό κράτος αύξησε τις Δημόσιες επενδύσεις, χρηματοδότησε έργα υποδομής που χρειάστηκαν στο τουρισμό και την οικοδομή και άνοιξε τα Πανεπιστήμια στο φτωχό και αμόρφωτο λόγω καταστάσεων τότε λαό, επενδύοντας και αυτό στην οικοδομή και τη γνώση μέσω της επιστροφής φόρων από αυτές τις δύο πηγές.
Αξίζει κάποιος να ξαναδιαβάσει το κείμενο «ατζέντα 2010″ της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κυκλοφόρησε το 2001, για να θυμηθεί ότι στόχος τότε της Ευρώπης ήταν να γίνουμε η πρώτη οικονομία της γνώσης στο κόσμο. Πάνω σε αυτό το στόχο η Ελλάδα έχτισε ίσως το καλύτερο και πολυπληθέστερο επιστημονικό δυναμικό (Γιατροί, Πληροφορικοί, Μηχανικοί) στον Ευρωπαϊκό χώρο και ήταν παράλληλα η μοναδική χώρα στην Ευρώπη με ποσοστά ιδιοκατοίκησης της τάξης του 80% που για τους ξένους θεωρούνται όνειρα απατηλά. Άρα οι Έλληνες επένδυσαν στην Οικοδομή, τη παιδεία και παραδοσιακά στη ναυτιλία. Ο στόχος όμως της Ευρώπης το 2010, όπως είχε τεθεί το 2001 για οικονομία της γνώσης, κατέρρευσε το 2009 μαζί με τη Φινλαδική ΝΟΚΙΑ, το Ιρλανδικό θαύμα και άλλα που σηματοδοτούσαν μέχρι τότε την Ευρωπαϊκή οικονομία της γνώσης. Αντίθετα η Δυτική Αμερική κυριάρχησε και έθεσε την Ευρώπη στο περιθώριο των τεχνολογικών εξελίξεων όπου μένει ακόμη μαζί με τους οπαδούς της λιτότητας και του Φρίντμαν. Η μπόρα πήρε τότε και την ανυπεράσπιστη Ελλάδα μέσα από δύο καλά καθοδηγούμενες πολιτικές που απέβλεπαν στο πως να υποκλέψουν όλο αυτό το τεράστιο πλούτο επενδύσεων των Ελλήνων, ο οποίος δεν υπήρχε σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, δηλ τα σπίτια τους και τα μορφωμένα και άκρως εξειδικευμένα μυαλά των παιδιών τους που έμεναν εντέχνως άνεργα χάριν των υποχρεωτικών πολιτικών της καμένης γης που μας επέβαλλαν. Για τα σπίτια μας αυτό είναι προφανές μέσα από τα μέτρα που έχουν παρθεί για ΕΕΤΗΔΕ, ΕΝΦΙΑ, πλειστηριασμούς, κόκκινα δάνεια, τράπεζες κλ.π., αλλά το μεγάλο μας πρόβλημα είναι η υποχρεωτική μετανάστευση των φωτεινών μας μυαλών σε χώρες όπως η Γερμανία κυρίως. Μας παίρνουν ότι καλύτερο έχει εκπαιδεύσει η Ελληνική κοινωνία με τόσο κόπο και θυσίες από το υστέρημά μας χωρίς να πληρώσουν δεκάρα τσακιστή. Δηλ. με απλά οικονομικά για να εκπαιδευτεί και να εξειδικευτεί ένα τέτοιος επιστήμονας έχουν επενδυθεί από το κράτος και τον Έλληνα φορολογούμενο τα δώδεκα χρόνια της εκπαίδευσης και τα έξι της εξειδίκευσης περίπου 120000 ευρώ δημόσια δαπάνη και άλλα τόσα ιδιωτική οικογενειακή δαπάνη (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, ιδιαίτερα κλ.π), όταν η μέση δαπάνη στη Γερμανία για το δικό τους παιδί δεν ξεπερνάει το 1/3 των χρημάτων αυτών. Το γνωστικό μας κεφάλαιο ήταν το πολυτιμότερο αγαθό ιστορικά για τους Έλληνες και σήμερα αποτελεί τη δυνατότερη επένδυση για το μέλλον τους. Ας το προστατέψουμε με κάθε τρόπο από αυτούς που το εποφθαλμιούν θέλοντας να απομυζήσουν τις επενδύσεις που κάναμε τόσα χρόνια, δηλ. το κόπο και τις θυσίες για να σπουδάσουμε τα παιδιά μας. Είναι η μοναδική ελπίδα μας για το μέλλον μας. Η εξουσία και η εργασία στη νέα μορφωμένη – και μη αλλοτριωμένη ακόμα -γενιά. Για το πως μπορεί να προστατευθεί η επένδυση αυτή όμως θα επανέλθω σε άλλο μου άρθρο με παράδειγμα το ποδόσφαιρο και πως έχει λυθεί το ίδιο θέμα.