21 Απρ, 2014

Posted in Πληροφορική – Νέες Τεχνολογίες, Πολιτική, Χωρίς κατηγορία

Από την κοινωνία του Μπετόν στη κοινωνία της πληροφορίας

Αυτό το άρθρο μου δημοσιεύθηκε το 2006 στο περιοδικό Μεταρρύθμιση. Αξίζει το κόπο να διαβαστεί γιατί δείχνει γιατί η Ελλάδα έχει μείνει ακόμη στην κατάψυξη όταν η οικοδομή και το μπετόν σαν βασικοί πυλώνες της οικονομίας κατέρευσαν εξαιτίας της κρίσης και των μνημονίων που ακολούθησαν

 

Ιωάννης Κατωπόδης
19/05/2006


Όπως εύστοχα σημειώνει ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης, στο άρθρο του στο 5ο τεύχος του περιοδικού ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ: «H παγκοσμιοποίηση σηματοδοτεί μια συνεχή ανατροπή σχέσεων παραγωγής και πλούτου, που με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών πολλαπλασιάζει ευκαιρίες, μέσα και ικανότητες. Αναδεικνύει μια νέα υπό διαμόρφωση πραγματικότητα ανάπτυξης και ευημερίας, αντίστοιχη σε ανατρεπτικότητα εκείνης της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα».

Είναι ήδη ορατές και στην Ελληνική κοινωνία οι αλλαγές που συντελούνται λόγω της παγκοσμιοποίησης οι οποίες δυστυχώς είναι κυρίως αρνητικές παρά θετικές: Αποβιομηχάνιση με αύξηση της ανεργίας, ανασφάλεια, καθυστερήσεις στα έργα (ιδιαίτερα αυτών που αφορούν τη κοινωνία της πληροφορίας), ακρίβεια κ.α. Δυστυχώς η ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να έχει προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες ώστε να εκμεταλλευτεί τις ανατροπές που εκτελούνται παγκοσμίως προς όφελός της και προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των νέων. Πού οφείλεται όμως αυτή η στρέβλωση; Ένας λόγος είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν ήταν ποτέ κατά βάση βιομηχανική, ακόμα και στην κορύφωση της βιομηχανικής εποχής. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό θα την ωφελούσε σήμερα αφού οι συνέπειες της αποβιομηχάνισης θα ήταν ελαφρύτερες από άλλες χώρες με ανεπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή. Η ελληνική οικονομία στηρίχθηκε για δεκαετίες κυρίως στην οικοδομική δραστηριότητα που αποτέλεσε και τον κύριο μοχλό ανάπτυξης της χώρας. Η κυβέρνηση Σημίτη κατάφερε να δώσει, με τα μεγάλα έργα, της οκταετίας ’96 – ’04, την ώθηση που ήταν απαραίτητη στην ελληνική οικονομία προκειμένου να προσεγγίσει τις υποδομές των Ευρωπαϊκών χωρών και μπόρεσε να φέρει τη χώρα μας στη πρώτη γραμμή της ανάπτυξης διεθνώς. Η προσπάθεια αυτή όμως άφησε σε δεύτερη μοίρα τα έργα υποδομής που απαιτεί η κοινωνία της πληροφορίας. Η νέα διακυβέρνηση του κ. Καραμανλή μέχρι τώρα έχει μείνει μόνο σε θεωρητικές διαπιστώσεις και δεν έχει να επιδείξει αξιόλογο έργο προς αυτή τη κατεύθυνση. Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών ήταν ότι – ελλείψει βιομηχανίας – πραγματικός μοχλός εξουσίας στην Ελλάδα να είναι οι «τσιμεντάδες», όσοι δηλαδή διαφεντεύουν τα μεγάλα έργα και την οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η κοινωνία αυτή λοιπόν δεν είναι μια βιομηχανική κοινωνία αλλά μια «κοινωνία του Μπετόν». Στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης φαίνεται η πολιτική αυτή να έχει στερέψει, αφού οι ανάγκες είναι πλέον διαφορετικές. Η Ελλάδα έχει πλέον περισσότερο ανάγκη τις λεωφόρους τις επικοινωνίας και όχι τις λεωφόρους της ασφάλτου. Σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο η επί χρόνια εκκολαπτόμενη πρωτοπόρα τάξη των «τσιμεντάδων» δε φαίνεται να κατανοεί ότι η ανάπτυξη βρίσκεται και αλλού και παραμένει –όπως και κάθε τάξη που η νέα εποχή φαίνεται να την αφήνει πίσω- ταμπουρωμένη στη κοινωνία του «μπετόν» που την εκφράζει επί δεκαετίες. Η καθυστέρηση της Ελληνικής κοινωνίας στη ψηφιακή εποχή – όσο τα στενά συντεχνιακά συμφέροντα των εκφραστών της κοινωνίας του Μπετόν ανθίστανται σε αυτή την εξέλιξη – θα είναι όλο και πιο φανερή τα επόμενα χρόνια. Μόνο πολιτικές ρήξης μπορούν να βοηθήσουν την ελληνική κοινωνία να κάνει το μεγάλο μα τόσο απαραίτητο άλμα προκειμένου να μην αποταμιεύει μόνο τα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης. Κάτι που δεν έγινε επί Σημίτη ούτε φαίνεται να γίνεται και επι Καραμανλή. Στη νέα διαμορφούμενη κατάσταση οι πληροφοριακοί επιστήμονες – και υπάρχουν πολλοί πλέον στη Ελλάδα- καλούνται να παίξουν ένα νέο πρωταγωνιστικό ρόλο. Ας τους αφήσουν, γιατί αυτοί σηματοδοτούν τη νέα εποχή. Αυτοί θα είναι οι μπροστάρηδες στην κοινωνία της πληροφορίας. Όσο το κράτος και η κοινωνία του «μπετόν» αρνούνται επαγγελματικά δικαιώματα και πρωταγωνιστικό ρόλο στους πληροφορικούς, τόσο η κοινωνία της πληροφορίας θα είναι άπιαστο όνειρο για τους Έλληνες που θα ταλαιπωρούνται στην καθημερινή αναξιοπιστία του κράτους του «μπετόν». Όσο δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για τα έργα πληροφορικής του Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, όσο δεν μπαίνει έλεγχος και τάξη από ένα επίσημο φορέα όπως ένα επιμελητήριο στην αταξία των μελετών και των δράσεων στις Τ.Π.Ε. (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών) τόσο η Ελλάδα θα υποβιβάζεται στη ψηφιακή εποχή και θα είναι έρμαιο των διάφορων ψηφιακών υποκλοπέων της παγκοσμιοποίησης. Τα απαραίτητα έργα Τ.Π.Ε. θα μένουν πάντα πίσω, οι πόροι θα κατασπαταλώνται προς όφελος των διαφόρων άσχετων – που παρουσιάζονται σαν ειδικοί , λόγω της έλλειψης αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων των πληροφορικών – και οι νέες τεχνολογίες αντί για μοχλός ανάπτυξης θα παραμείνουν μοχλός πλουτισμού επιτηδείων της τάξης του «μπετόν» εις βάρος της προόδου της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Καταληκτικά κοινωνία της πληροφορίας χωρίς τους πληροφορικούς δε γίνεται. Η Ελλάδα που «τρώει» τα παιδιά της είναι για άλλη μια φορά παρούσα, αν αναλογιστούμε ότι οι Έλληνες πληροφορικοί αποτελούν την αφρόκρεμα του μαθησιακού δυναμικού τη τελευταία δεκαπενταετία.

Ιωάννης Κατωπόδης, Μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Επιστημόνων και Επαγγελματιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΕΠΥ), Πληροφορικός

Αναδημοσίευση άρθρου του συγγραφέα από το περιοδικό ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ